- στενογραφικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αναφέρεται στη στενογραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στενογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στενογραφία 2. αυτός που είναι γραμμένος με τη μέθοδο τής στενογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων] … Dictionary of Greek
σημειογραφικός — ή, ό / σημειογραφικός, ή, όν, ΝΜ [σημειογραφία / σημειογράφος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σημειογραφία, στην παράσταση τών μουσικών φθόγγων με διάφορα σημεία μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σημειογράφο, στενογραφικός. επίρρ … Dictionary of Greek